- γλήνεα
- γλή̱νεα , γλῆνοςgaudy thingsneut nom/voc/acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλήνος — γλῆνος, το (Α) Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα 1. παιχνίδια, στολίδια 2. άστρα II. εν. 1. γλήνη τού οφθαλμού* 2. το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη] … Dictionary of Greek